ιεροθέτης
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
Greek Monolingual
ἱεροθέτης, ὁ (Μ)
αυτός που όριζε τις ιερές τελετές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. δικαιοθέτης, παλαιοθέτης.