δικαιοθέτης
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
δικαιοθέτου, ὁ, = δικαιοδότης (juridicus, governor, legatus juridicus), Baillet Inscr. des tombeaux des rois 1836 (s.v.l.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ juez, legislador, IGTh.1836.