ιεροκόμος
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
ἱεροκόμος, ὁ (Α)
επιμελητής ναού, νεωκόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -κόμος (< κομώ)
πρβλ. ανθοκόμος, ιπποκόμος).