σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)
ἱππόνικος, -ον (Α)
1. αυτός που νικά σε ιππικούς αγώνες ή σε αρματοδρομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -νικος (< νίκη), πρβλ. αξιόνικος, χορόνικος].