ιξοποιώ
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
ἰξοποιῶ, -έω (Α)
κάνω κάτι ιξώδες, κολλώδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. ικανοποιώ, μορφοποιώ].