Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ισόχωρος
Revision as of 18:05, 23 August 2021 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
-η, -ο 1. αυτός που καταλαμβάνει ίσο χώρο με άλλον 2.φυσ. (για μεταβολή ή διεργασία) αυτή κατά τη διάρκεια της οποίας η πίεση ενός θερμοδυναμικού συστήματος παραμένει σταθερή. [ΕΤΥΜΟΛ.<ἰσ(ο)- + -χωρος (<χώρος), πρβλ. ευρύχωρος, στενόχωρος].