κατωβλεπούσα
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
Greek Monolingual
η
η χαμηλοβλεπούσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -βλεπούσα (< βλέπω), πρβλ. αγγελοβλεπούσα, χαμηλοβλεπούσα].