κατωβλεπούσα
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
Greek Monolingual
η
η χαμηλοβλεπούσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -βλεπούσα (< βλέπω), πρβλ. αγγελοβλεπούσα, χαμηλοβλεπούσα].
η
η χαμηλοβλεπούσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -βλεπούσα (< βλέπω), πρβλ. αγγελοβλεπούσα, χαμηλοβλεπούσα].