κοντυλομάχαιρο
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
Greek Monolingual
και κονδυλομάχαιρο, το (Μ κονδυλομάχαιρο[ν]
μαχαιράκι για το ξύσιμο κοντυλιού ή μολυβιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + μαχαίρι (πρβλ. τραπεζομάχαιρο, χασαπομάχαιρο)].