κορυφοτομία
From LSJ
Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
η
το κόψιμο τών κορυφών φυτού, το κορφολόγημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + -τομία (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. ρυμοτομία, υλοτομία.