θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
η / ὑλοτομία, ΝΑ υλοτόμος1. η κοπή δένδρων από το δάσος2. συνεκδ. το υλοτόμιονεοελλ.η εκμετάλλευση τών δασών.