κορμολογία

Revision as of 07:44, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

English (LSJ)

ἡ, A collecting of κορμοί (cf. κορμός (A) 2), Sammelb.5126.25 (iii A. D.).

Greek Monolingual

κορμολογία, ἡ (Α)
πάπ.
1. η συλλογή κορμών
2. η διευθέτηση της παροχετεύσεως τών νερών τών διωρύγων και τών μεγάλων αυλακιών στους διαφόρους κορμούς, δηλ. στα μικρότερα αυλάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορμός + -λογία με σημ. «συλλογή» (< -λογῶ < -λογος < λόγος), πρβλ. καρπολογία, ψηφολογία.