ματαιότεχνος
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
Greek (Liddell-Scott)
ματαιότεχνος: -ον, ὁ μετερχόμενος ματαίαν καὶ ἀνωφελῆ τέχνην, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφ. ἄνευ μαρτυρ.
Greek Monolingual
ματαιότεχνος, -ον (Α)
αυτός που ασχολείται με μάταιη και ανώφελη τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. λεπτότεχνος, πολύ-τεχνος].