δακτυλόπους
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
ὁ, gen. ποδος,
A first phalanx, δ. ἢ ῥιζοδάκτυλος Cat.Cod.Astr.7.238.25.
Spanish (DGE)
-ποδος, ὁ
primera falange τριῶν δὲ ὄντων ἐν τοῖς δακτύλοις φαλαγγίων ἔστω τὸ μὲν ... δ. Cat.Cod.Astr.7.238.25.