μισοχρήματος
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Greek Monolingual
μισοχρήματος, -ον (Μ)
αυτός που μισεί τα χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + χρῆμα, -ατος (πρβλ. φιλοχρήματος)].