τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect
μισοχρήματος, -ον (Μ)αυτός που μισεί τα χρήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + χρῆμα, -ατος (πρβλ. φιλοχρήματος)].