ιππόδρομος

From LSJ
Revision as of 18:24, 27 April 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἱππόδρομος)
τόπος στον οποίο εκτελούνται ιππικοί αγώνες, αλλ. ιπποδρόμιο
αρχ.
δρόμος κατάλληλος για άρματα («λεῖος δ' ἱππόδρομος ἀμφίς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. αμμόδρομος, ναυσίδρομος (βλ. και ιππόδρομος)].