κηρήθρα

From LSJ
Revision as of 18:50, 1 January 2022 by Spiros (talk | contribs)

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

Greek Monolingual

κηρήθρα και κερήθρα, η
ο χωρισμένος σε πολλά μικρά εξάγωνα κελλιά πλακούντας τον οποίο παρασκευάζουν οι μέλισσες από κερί και στον οποίο εναποθέτουν το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + κατάλ. -ήθρα (πρβλ. αρμυρήθρα, δακτυλήθρα)].