κυμοπλήξ

Revision as of 11:55, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

ῆγος, ὁ, ἡ, A = κυματοπλήξ, Hdn.Gr. 1.46.

German (Pape)

[Seite 1531] v.l. für κυματοπλήξ.

Greek (Liddell-Scott)

κῡμοπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, = κυματοπλήξ, Ἀρκάδ. 19. 6.

Greek Monolingual

κυμοπλήξ, -ῆγος (Α)
κυματοπλήξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + -πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. ακανθοπλήξ, ηλιοπλήξ].