χρυσοδέκτης
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
ου, ὁ, A receiver of gold, Epic.in BKT5(1)p.120(vi A. D.).
Greek Monolingual
-ου, ὁ, Μ
αποδέκτης χρυσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + δέκτης (< δέχομαι), πρβλ. δωροδέκτης.