Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Δαρεικός

From LSJ
Revision as of 10:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll

Menander, Monostichoi, 349
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Δᾱρεικός Medium diacritics: Δαρεικός Low diacritics: Δαρεικός Capitals: ΔΑΡΕΙΚΟΣ
Transliteration A: Dareikós Transliteration B: Dareikos Transliteration C: Dareikos Beta Code: *dareiko/s

English (LSJ)

ὁ, a Persian gold coin (but

   A Δ. ἀργύρειοι Plu.Cim.10), prop. Adj. agreeing with στατήρ (in full, Th.8.28, Hdt.7.28), Ar.Ec. 602, X.An.1.1.9, Herod.7.122, etc.; so χρυσὸς χαρακτῆρα Δαρεικὸν ἔχων D.S.17.66; χρυσὸς Δαρεικός Alciphr.1.5:—written Δαρικός and Δαριχός, IG5(1).1 (Sparta). (From Δαρεῖος, cf. Poll.3.87, acc. to some not D. Nothus, Harp.; the connection with Bab. dariku (dub. sens.) is v. doubtful.)

Greek (Liddell-Scott)

Δᾱρεικός: ὁ, Περσικὸν χρυσοῦν νόμισμα, κυρίως ἐπίθ. συμφωνοῦν πρὸς τὸ στατήρ (ὅπερ προστίθεται ἐν Θουκ. 8. 28, Ἡροδ. 7. 28), Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 602, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 9, κτλ.· οὕτω, χρυσὸς χαρακτῆρα Δαρεικὸν (Δαρείου;) ἔχων Διόδ. 17. 66· χρυσὸς Δαρεικὸς Ἀλκίφρων 1. 5. (Λέγεται ὅτι κατὰ πρῶτον τὸ νόμισμα τοῦτο ἔκοψεν ὁ Δαρεῖος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἁρποκρ.)