ἐκδειμαίνω
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
strengthened for δειμαίνω, Hld.9.8, Hierocl.in CA13p.448M.
Spanish (DGE)
atemorizar, intimidar τοσοῦτος ἦχος ... διὰ τῆς ἀκοῆς τὴν διάνοιαν ἐκδειμαίνων Hld.9.8.3
•abs. οὔτε τοῖς ἐκδειμαίνουσι ταπεινούμενος Hierocl.in CA 13.2, cf. Phot.Bibl.128b33.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδειμαίνω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ δειμαίνω, Ἡλιόδ. 9. 8.