γαλλικός

From LSJ
Revision as of 21:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαλλικός Medium diacritics: γαλλικός Low diacritics: γαλλικός Capitals: ΓΑΛΛΙΚΟΣ
Transliteration A: gallikós Transliteration B: gallikos Transliteration C: gallikos Beta Code: galliko/s

English (LSJ)

ή, όν, perhaps gelded, POxy.1836 (v/vi A. D.).

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Γαλλία
2. το θηλ. Γαλλική (και το ουδ. πληθ.) τα Γαλλικά ως ουσ.
η γαλλική γλώσσα.