defect
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
subs.
Deficiency: P. ἔνδεια, ἡ, ἔλλειψις, ἡ.
Imperfection: P. and V. ἁμαρτία, ἡ, P. ἁμάρτημα, τό, πλημμέλεια, ἡ.
Bodily defect: P. πονηρία, ἡ (Plat.), αἶσχος, τό (Plat.); see blemish.
Defects, shortcomings: P. ἐλλείμματα, τά.