Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
subs.
Of joy: P. and V. ἡδονή, ἡ, χαρά, ἡ, V. χαρμονή, ἡ (Plat. but rare P.). χάρμα, τό; see joy. Possession (by a god): P. κατοκωχή, ἡ. ἐνθουσιασμός, ὁ. Eagerness: P. and V. σπουδή, ἡ, προθυμία, ἡ.