χαρμονή

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαρμονή Medium diacritics: χαρμονή Low diacritics: χαρμονή Capitals: ΧΑΡΜΟΝΗ
Transliteration A: charmonḗ Transliteration B: charmonē Transliteration C: charmoni Beta Code: xarmonh/

English (LSJ)

ἡ,
A = χάρμα I, joy, delight, especially in plural, τέρφιν παλαιᾶν χαρμονᾶν E.Ph.317 (lyr.), cf. Ion1379, HF384 (lyr.), 742 (lyr.).
II = χάρμα ΙΙ, joy, delight, S.Aj.559; also found in Prose, [βίον] ἄλυπόν τε καὶ ἄνευ χαρμονῶν Pl.Phlb.43c; ὑπὸ τῆς χαρμονῆς X.Cyr.1.4.22, cf. LXX Jb.3.7, al., Plu.2.1098c, Jul.Or.2.56a.

German (Pape)

[Seite 1339] ἡ, = χαρμοσύνη, Freude, Lust, Wonne; Soph. Ai. 556; πῶς τέρψιν παλαιᾶς λάβω χαρμονᾶς Eur. Phoen. 321; u. plur., χαρμοναὶ δακρύων ἔδοσαν ἐκβολάς Herc. fur. 742, vgl. 384 Ion 1379; in Prosa einzeln, ὃν βίον ἄλυπόν τε καὶ ἄνευ χαρμονῶν ἔφαμεν εἶναι Plat. Phil. 43 c, Xen. Cyr. 1, 4, 22.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
joie, plaisir.
Étymologie: χαίρω.

Russian (Dvoretsky)

χαρμονή:χαίρω тж. pl. радость, блаженство Soph., Eur., Xen., Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

χαρμονή: ἡ, = χάρμα Ι, τέρψιν παλαιᾶν χαρμονᾶν Εὐριπ. Φοίν. 316· πληθ., χαραί, τέρψεις, Εὐρ. Ἴων 1379, Ἡρ. Μαιν. 384, 742. ΙΙ. = χάρμα ΙΙ, Σοφ. Αἴ. 559. - Ποιητ. λέξ. σπανίως ἐν χρήσει παρὰ πεζογράφοις, βίον ... ἄλυπόν τε καὶ ἄνευ χαρμονῶν Πλάτ. Φίληβ. 43C· ὑπὸ τῆς χαρμονῆς Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 4, 22, πρβλ. Πλούτ. 2. 1098 C.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
χαρμοσύνη
αρχ.
καθετί που προκαλεί χαρά, το χάρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρ- του χαίρω + κατάλ. -μονή (πρβλ. πημονή: πῆμα, φλεγμονή: φλέγμα). Ο τ. έχει πιθ. σχηματιστεί κατ' αναλογία προς το ἡδονή.

Greek Monotonic

χαρμονή: ἡ,
I. = χάρμα I, χαρά, σε Ευρ.· σε πληθ., χαρές, τέρψες, σε Ευρ.·
II. = χάρμα II, χαρά, ευφροσύνη, σε Σοφ., Ξεν.

Middle Liddell

χαρμονή, ἡ, = χάρμα 1]
I. a joy, Eur.; pl. joys, delights, Eur.
II. = χάρμα II, joy, delight, Soph., Xen.

English (Woodhouse)

delight, joy, pleasure

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)