σμικρόφθαλμος
From LSJ
Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings
English (LSJ)
μικρόφθαλμος, ον, small-eyed.
Greek Monolingual
-η, -ο / σμικρόφθαλμος, -ον, ΝΑ
βλ. μικρόφθαλμος.