γαστερόχειρ
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ, = γαστρόχειρ (q.v.), Str.8.6.11.
German (Pape)
[Seite 475] ὁ, mit Handarbeit den Magen füllend (aus der Hand in den Mund lebend), Strab. VIII, 373.
Greek (Liddell-Scott)
γαστερόχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, =γαστρόχειρ, ὃ ἴδε.
Spanish (DGE)
-χειρος
que vive del trabajo de sus manos de los Cíclopes, Str.8.6.11, cf. Antim.SHell.77 (cj.), Hsch., EM 221.52G.