δειπνιστήριον
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit
English (LSJ)
τό,
A = δειπνητήριον, IG5(2).268.36 (Mantinea, i B.C.), 12(9).906.10(Chalcis, iii A.D.), Mon.Ant.23.124 (Side).
Greek (Liddell-Scott)
δειπνιστήριον: τό, (δειπνίζω), ἑστιατόριον, Dittenb. SIG 607, 10.