harshness
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
subs.
Roughness: P. τραχύτης, ἡ. Of taste: P. αὐστηρότης, ἡ. Cruelty: P. and V. πικρότης, ἡ, P. χαλεπότης, ἡ, σκληρότης, ἡ, ἀγνωμοσύνη, ἡ, V. τραχύτης, ἡ.
subs.
Roughness: P. τραχύτης, ἡ. Of taste: P. αὐστηρότης, ἡ. Cruelty: P. and V. πικρότης, ἡ, P. χαλεπότης, ἡ, σκληρότης, ἡ, ἀγνωμοσύνη, ἡ, V. τραχύτης, ἡ.