escultura
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Spanish > Greek
ἀγαλματουργία, ἀγαλματοποιική, ἀγαλματοποιϊκή, ἀγαλματοποιητική, ἀγαλματοποιία, ἀγαλματοποιΐα, ἀνδριαντουργία, ἀνδριαντοποιΐα, γλυφή, ἄγαλμα, δαιδαλούργημα, γλυπτική