implicate
From LSJ
εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
P. συγκαταπιμπλάναι. Wishing to implicate as many as possible: P. βουλόμενοι ὡς πλείστους ἀναπλῆσαι αἰτιῶν (Plat., Ap. 32C). Implicated (in), v.: use adj., P. and V. συναίτιος (gen.), κοινωνός (gen.), μέτοχος (gen.), μεταίτιος (gen.) (Plat.), V. παραίτιος (gen.). ἴστωρ (gen.). Be implicated in: P. and V. συνειδέναι (acc. or absol.). Take part in: P. and V. κοινοῦσθαι (acc. or gen.), κοινωνεῖν (gen.), μεταλαμβάνειν (gen.), μετέχειν (gen.).