place of refuge

From LSJ
Revision as of 18:16, 3 July 2022 by Spiros (talk | contribs)

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452

English > Greek (Woodhouse Extra)

ἀποστροφή, ἀποφυγή, κατάφευξις, καταφυγή, καταφύγιον, κρησφύγετον, περιφυγή, πύργον, [[πύργος ἀποφυγή ἀναφυγή φυγή κατάφευξις φύξιμον ἐκφούγιν φύξιον περιφυγή φυγαδεῖον φύγιμον καταφύγιον καταφυγή κρησφύγετον προσφύγιον προσφυγή ἀναδρομή]]