ἀποφυγή

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφῠγή Medium diacritics: ἀποφυγή Low diacritics: αποφυγή Capitals: ΑΠΟΦΥΓΗ
Transliteration A: apophygḗ Transliteration B: apophygē Transliteration C: apofygi Beta Code: a)pofugh/

English (LSJ)

ἡ,
A like ἀπόφευξις, escape or place of refuge, βραχείας τὰς ἀποφυγὰς παρέχειν Th.8.106; ἀ. κακῶν, λυπῶν, escape from ills, griefs, Pl.Phd. 107d, Phlb.44c(pl.).
2 excuse, plea, Aristid.2.85J.; shift, subterfuge, PStrassb.40.44(vi A. D.).

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 c. idea de lugar escapatoria, refugioἙλλήσποντος ... ἀποφυγὰς τοῖς ἐναντίοις παρεῖχε Th.8.106
medic. de los humores ἐς τὰ ἄρθρα ἀποφυγὴν ποιεῖται se refugian en las articulaciones Hp.Loc.Hom.10.
2 c. idea separativa acción de escapar, huida c. gen. κακῶν Pl.Phd.107d, Ep.337d, λυπῶν Pl.Phlb.44c, τιμωρίας X.Eph.1.16.5, ἀλγεινῶν Aristid.Quint.133.10, abs. ἀποφυγὴν οὐδεμίαν μηχανᾶται Pl.Lg.731d, cf. X.Eph.5.7.4
fig. subterfugio, pretexto δίχα κλοπῆς καὶ ἀποφυγῆς PStras.40.44 (VI d.C.), cf. Aristid.Quint.133.2
gram. evitación de una forma por otra, Sch.Er.Il.3.35b, 12.26.

German (Pape)

[Seite 335] ἡ, das Entfliehen, die Befreiung, κακῶν Plat. Phaed. 107 c; auch im plur., λυπῶν Phil. 44 c u. Sp. – Zuflucht, ἀποφυγὰς παρέχειν Thuc. 8, 106.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action d'échapper;
2 port de refuge.
Étymologie: ἀποφεύγω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποφῠγή: ἡ тж. pl.
1 избежание, избавление, спасение (κακῶν Plat.);
2 избавление, убежище (ἀποφυγὰς παρέχειν Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφῠγή: ἡ, (ἀποφεύγω) ὡς τὸ ἀπόφευξις, φυγὴ ἢ καταφύγιον, μέρος ἔνθα καταφεύγει τις πρὸς ἀσφάλειαν, ἀποφυγάς παρέχειν Θουκ. 8.106, διαφυγή, ἀποφυγὴ κακῶν λυπῶν Πλάτ. Φαίδων 107C, Φίλων 44C. 2) δικαιολογία, πρόφασις, Ἀριστείδ. 2. 85. ΙΙ. ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ, ἡ καμπὴ ἥτις περιτρέχει ὡς δακτύλιος τὸ κατώτατον μέρος κίονος, ἀκριβῶς ἔνθα προσαρμόζεται εἰς τὸν στυλοβάτην, παρὰ Βιτρουβίῳ (4.1, 7) ἀποφυγίς.

Greek Monolingual

η (AM ἀποφυγή) αποφεύγω
το να αποφεύγει κάποιος κάτι
αρχ.
1. μέρος όπου καταφεύγει κανείς για ασφάλεια
2. δικαιολογία, πρόφαση, υπεκφυγή.

Greek Monotonic

ἀποφῠγή: ἡ, διαφυγή ή τόπος καταφυγής, καταφύγιο· ἀποφυγὰς παρέχειν, σε Θουκ.· ἀποφυγὴ κακῶν, διαφυγή από τις συμφορές, σε Πλάτ.

Middle Liddell

an escape or place of refuge, ἀποφυγὰς παρέχειν Thuc.; ἀπ. κακῶν escape from ills, Plat.

English (Woodhouse)

place of refuge

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

effugium, escape, 8.106.1.