ἀποφυγή
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
English (LSJ)
ἡ,
A like ἀπόφευξις, escape or place of refuge, βραχείας τὰς ἀποφυγὰς παρέχειν Th.8.106; ἀ. κακῶν, λυπῶν, escape from ills, griefs, Pl.Phd. 107d, Phlb.44c(pl.).
2 excuse, plea, Aristid.2.85J.; shift, subterfuge, PStrassb.40.44(vi A. D.).
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 c. idea de lugar escapatoria, refugio ὁ Ἑλλήσποντος ... ἀποφυγὰς τοῖς ἐναντίοις παρεῖχε Th.8.106
•medic. de los humores ἐς τὰ ἄρθρα ἀποφυγὴν ποιεῖται se refugian en las articulaciones Hp.Loc.Hom.10.
2 c. idea separativa acción de escapar, huida c. gen. κακῶν Pl.Phd.107d, Ep.337d, λυπῶν Pl.Phlb.44c, τιμωρίας X.Eph.1.16.5, ἀλγεινῶν Aristid.Quint.133.10, abs. ἀποφυγὴν οὐδεμίαν μηχανᾶται Pl.Lg.731d, cf. X.Eph.5.7.4
•fig. subterfugio, pretexto δίχα κλοπῆς καὶ ἀποφυγῆς PStras.40.44 (VI d.C.), cf. Aristid.Quint.133.2
•gram. evitación de una forma por otra, Sch.Er.Il.3.35b, 12.26.
German (Pape)
[Seite 335] ἡ, das Entfliehen, die Befreiung, κακῶν Plat. Phaed. 107 c; auch im plur., λυπῶν Phil. 44 c u. Sp. – Zuflucht, ἀποφυγὰς παρέχειν Thuc. 8, 106.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 action d'échapper;
2 port de refuge.
Étymologie: ἀποφεύγω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποφῠγή: ἡ тж. pl.
1 избежание, избавление, спасение (κακῶν Plat.);
2 избавление, убежище (ἀποφυγὰς παρέχειν Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφῠγή: ἡ, (ἀποφεύγω) ὡς τὸ ἀπόφευξις, φυγὴ ἢ καταφύγιον, μέρος ἔνθα καταφεύγει τις πρὸς ἀσφάλειαν, ἀποφυγάς παρέχειν Θουκ. 8.106, διαφυγή, ἀποφυγὴ κακῶν λυπῶν Πλάτ. Φαίδων 107C, Φίλων 44C. 2) δικαιολογία, πρόφασις, Ἀριστείδ. 2. 85. ΙΙ. ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ, ἡ καμπὴ ἥτις περιτρέχει ὡς δακτύλιος τὸ κατώτατον μέρος κίονος, ἀκριβῶς ἔνθα προσαρμόζεται εἰς τὸν στυλοβάτην, παρὰ Βιτρουβίῳ (4.1, 7) ἀποφυγίς.
Greek Monolingual
η (AM ἀποφυγή) αποφεύγω
το να αποφεύγει κάποιος κάτι
αρχ.
1. μέρος όπου καταφεύγει κανείς για ασφάλεια
2. δικαιολογία, πρόφαση, υπεκφυγή.
Greek Monotonic
ἀποφῠγή: ἡ, διαφυγή ή τόπος καταφυγής, καταφύγιο· ἀποφυγὰς παρέχειν, σε Θουκ.· ἀποφυγὴ κακῶν, διαφυγή από τις συμφορές, σε Πλάτ.
Middle Liddell
an escape or place of refuge, ἀποφυγὰς παρέχειν Thuc.; ἀπ. κακῶν escape from ills, Plat.