insoluble
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Not to be dissolved: P. ἄτηκτος. Not to be discovered: Ar. and P. ἀτέκμαρτος, V. δυσμαθής, δυστέκμαρτος, ἀξύμβλητος, δυσεύρετος, ἄσκοπος.