ἀσπιδόεις
English (LSJ)
ἀσπιδόεσσα, ἀσπιδόεν, = ἀσπιδοειδής (shaped like a shield, adorned with serpents), Poet. ap. S.E. M. 1.316, cf. Oppian. H. 1.397 ; but perhaps shield-covered, and so of the testudo, formed by shields, Id. C. 1.214.
Spanish (DGE)
(ἀσπῐδόεις) ἀσπιδόεσσα, ἀσπιδόεν
1 con forma de escudo, semejante a un escudo χελώνη Opp.H.1.397, δῆριν ἀνδρῶν ... ἀσπιδόεσσαν por meton. ref. a la «testudo», Opp.C.1.214.
2 con escudo ἀ. χορείη danza de los escudos Nonn.D.13.157.
3 dud. en pasaje muy oscuro ἄρθρῳ ἐν ἀσπιδόεντι quizá en una articulación como la de una serpiente Poet. en S.E.M.1.316.
German (Pape)
[Seite 373] εσσα, εν, Sp.; χελώνη, Schildkröte, Opp. Hal. 1, 397.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπῐδόεις: ἀσπιδόεσσα, ἀσπιδόεν, = τῷ προηγ., Ὀππ. Ἁλ. 1. 397.
Russian (Dvoretsky)
ἀσπῐδόεις: ἀσπιδόεσσα, ἀσπιδόεν Sext. = ἀσπιδοειδής.
Greek Monolingual
ἀσπιδοειδής, ἀσπιδοειδές και ἀσπιδόεις, ἀσπιδόεσσα, ἀσπιδόεν (Α)
1. αυτός που έχει σχήμα ασπίδας, που μοιάζει με ασπίδα
2. ο στολισμένος με διακοσμήσεις σε σχήμα φιδιού.