Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
Full diacritics: κωμοφύλαξ | Medium diacritics: κωμοφύλαξ | Low diacritics: κωμοφύλαξ | Capitals: ΚΩΜΟΦΥΛΑΞ |
Transliteration A: kōmophýlax | Transliteration B: kōmophylax | Transliteration C: komofylaks | Beta Code: kwmofu/lac |
[ῠ], ᾰκος, ὁ, warden of a κῶμος, BGU742i1 (ii A.D.).
κωμοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
αυτός που ήταν επικεφαλής κώμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + φύλαξ.