ἰξαλῆ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
(ἰξάλη in codd., but ἰξαλῆ Ael.Dion.Fr.398), ἡ, goat's skin (τελείας αἰγὸς δέρμα, Erot.), Hp.Fract.29, cf. Gal.19.106; used as a dress for actors in satyric dramas, Poll.4.118. (ἰζάλη Hsch., ἰζάνη Poll. l.c., ἰσάλη Sch.Ar.Nu.72; cf. the forms ἰσσέλα, ἰτθέλα, ἰσθλῆ Hsch., ἰσσέλη Theognost.Can.14: cf. sq.)
German (Pape)
[Seite 1255] ἡ, zsgzgn aus ἰξαλέα, Ziegenfell, Hippoer., VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἰξᾰλῆ: (οὐχὶ ἰξάλη), ἡ, δέρμα αἰγός, Ἱππ. π. Ἀγμ. 770· ἐχρησίμευεν ὡς ἔνδυμα τῶν ὑποκριτῶν ἐν τοῖς σατυρικοῖς δράμασιν, «ἐσθής σατυρικὴ» Πολυδ. Δ΄. 118. Ἐν Σχολ. Ἀριστοφ. Νεφ. 72 φέρεται ἰσάλη, ἐν Θεογνώστ. Καν. σ. 14 ἰσσέλη. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰξαλῆ· αἰγὸς δορά. ἢ πηδητική». - Ἴδε παρὰ τῷ αὐτῷ καὶ τὰς λέξεις: ἰσσέλα καὶ ἰτθελᾶν ἃς ἑρμηνεύει διὰ τῆς λέξεως διφθέρα. - Πρβλ. ἀλωπεκῆ, λεοντῆ. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 320.
Greek Monolingual
ἰξαλῆ και ἰξάλη, ἡ (Α) ίξαλος
1. δέρμα κατσίκας
2. ένδυμα υποκριτών στα σατυρικά δράματα («ἐσθὴς σατυρική», Πολυδ.).