μεθύστερον
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
Russian (Dvoretsky)
μεθύστερον: (τό) adv.
1) впоследствии, потом или впредь, отныне HH, Soph.: οὐ μ. Aesch. немедленно, мгновенно;
2) слишком поздно (μ. τὴν μάθησιν ἄρνυμαι Soph.).
English (Woodhouse)
(see also: μεθύστερος) afterwards, later, of time, too late