συμπαθῶς

From LSJ
Revision as of 09:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
avec compassion, sympathie ou affection;
Cp. συμπαθέστερον.
Étymologie: συμπαθής.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαθῶς: μετὰ συμπαθείας, ἴδε συμπαθής.

Russian (Dvoretsky)

συμπᾰθῶς:
1) сочувственно, с симпатией (διακεῖσθαι πρός τινα Plut.);
2) с нежностью, с любовью (γηροβοσκεῖν τοὺς γονεῖς Plut.);
3) с состраданием (θρηνεῖν τινα Plut.).