ἀξιοπίστως
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Russian (Dvoretsky)
ἀξιοπίστως:
1) достоверно, надежно (συνῶπται Arst.);
2) с кажущимся правдоподобием (ψεύδεσθαι Polyb.).