ἀναμαρτήτως
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
French (Bailly abrégé)
adv.
sans se tromper.
Étymologie: ἀναμάρτητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμαρτήτως:
1) безошибочно, безукоризненно Xen.;
2) не причиняя вреда Dem.