безукоризненно
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
Russian > Greek
ἀναμαρτήτως, ἀμέμπτως, ἀμωμήτως, ἀνεγκλητί, ἀνεγκλητεί, ἀπαρεγχειρήτως, ἀνεπιφθόνως, ὀρθά, καθαρῶς