ἰσχιορρωγικός

From LSJ
Revision as of 10:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχιορρωγικός Medium diacritics: ἰσχιορρωγικός Low diacritics: ισχιορρωγικός Capitals: ΙΣΧΙΟΡΡΩΓΙΚΟΣ
Transliteration A: ischiorrōgikós Transliteration B: ischiorrōgikos Transliteration C: ischiorrogikos Beta Code: i)sxiorrwgiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ῥώξ) with broken hips, limping, μέτρον ἰ. an iambic trimeter ending in five long syilables ascribed to Ananius, Gramm. Harl. in Studemund Ind. Lect. Vratisl. 1887/8p.16:—also ἰσχιορρώξ (sc. στίχος), ῶγος, ὁ, Tz.in An.Ox.3.310.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχιορρωγικός: -ή, -όν, (ῥὼξ) ἔχων διερρωγότα τὰ ἰσχία, χωλαίνων, στίχος ἰσχ., ἰαμβικὸς μετὰ σπονδείων ἐν τῇ β΄, δ΄ καὶ ς΄ χώρᾳ. Γραμμ. παρὰ Tyrwh, Diss. De Babrio σ. 17· πρβλ. χωλίαμβος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἰσχιορρωγικός, -ή, -όν)
αυτός που έχει πάθει μετακίνηση τών ισχίων, ο ξεγοφιασμένος
αρχ.
(για στίχους) φρ. «ἰσχιορρωγικον μέτρον» — εξάμετρος στίχος με σπονδείους στη β', δ' και στ' χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + ρώξ, ρωγ-ός «ρωγμή» (< ρήγνυμι) με διπλασιασμό του αρκτικού ρ- εν συνθέσει λόγω του προηγουμένου βραχέος φωνήεντος].

Russian (Dvoretsky)

ἰσχιορρωγικός: «с разбитыми бедрами», хромающий: ἰ. στίχος исхиоррогический стих (ямбический стих со спондеем во 2-й, 4-й или 6-й стопе).