μητίζομαι
From LSJ
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
English (LSJ)
v. μητίομαι.
Greek (Liddell-Scott)
μητίζομαι: ἴδε μητίομαι.
Greek Monolingual
μητίζομαι (Α)
(δ. γρφ.) μητίομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μητίομαι.
Russian (Dvoretsky)
μητίζομαι: изобретать, создавать (πρώτιστον μὲν Ἔρωτα θεῶν μητίσατο πάντων Parmenides ap. Plut.).