προκαταταχέω
English (LSJ)
to be beforehand, get the start of another, τινος S.E.M.10.145 sq.; with v.l. προκατατᾰχύνω, ib.153:—Pass., of ships, -ταχούμενα ὑπὸ τοῦ ῥεύματος Gem.12.18.
German (Pape)
[Seite 729] durch Zuvorkommen einnehmen, S. Emp. adv. phys. 2, 145, öfter; ib. 153 ist προκαταταχύνω v.l.
Greek (Liddell-Scott)
προκατατᾰχέω: προφθάνω ταχύτερον, προλαμβάνω, προηγοῦμαι, τινος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 145 κἑξ.· αὐτόθι 153, ὑπάρχει διάφορ. γραφ. προκατατᾰχύνω.
Russian (Dvoretsky)
προκατατᾰχέω: превзойти в скорости, опережать (τινος Sext.).