опережать
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Russian > Greek
ἐκφέρω, προέρχομαι, παραλλάσσω, παρατρέχω, προθέω, προτρέχω, ὑπερπαίω, ὑπεκπροθέω, ὑποθέω, ὑπερτρέχω, καταταχέω, προεντυγχάνω, παραφθάνω, παρατροχάζω, προΐστημι, παραπίπτω, ὑπερπηδάω, προκαταταχέω, παραμείβω, ὑπεκφέρω, προαίρω, ὑποφθάνω, παρέρχομαι, ὑπερβάλλω, προτρέπω, προβάλλω, παραφέρω, προφέρω, προτερέω