ἀπροβούλως
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
French (Bailly abrégé)
adv.
sans préméditation, sans défiance.
Étymologie: ἀπρόβουλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπροβούλως: необдуманно, легкомысленно Aesch.