ἀποσφραίνω
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
make to smell, γλήχωνι αὑτὸν ἀποσφραίνει he gives himself a whiff of pennyroyal, AP11.165 (Lucill.), cf. Sor.2.85, Orib. 8.6.1:—Pass., ἥρμοσεν ἀποσφρανθέν when smelt at, Dsc.1.54.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσφραίνω: κάμνω τι νὰ ἔχῃ τὴν ὀσμὴν τινος, οὐ γλήχωνι Κρίτων ὁ φιλάργυρος, ἀλλὰ διχάλκῳ αὑτὸν ἀποσφραίνει, δίδει εἰς ἑαυτὸν ὀσμὴν διχάλκου, Ἀνθ. Π. 11. 165: ― Παθ., ἐπὶ φρενιτικῶν ἁρμόζει ἀποσφραινόμενον, νὰ τὸ ὀσφραίνωνται, Διοσκορ. 1. 64.
Spanish (DGE)
hacer oler, perfumar γλήχωνι ... αὑτόν ἀποσφραίνει AP 11.165 (Lucill.), cf. Sor.149.25, Orib.8.6.1, en v. pas. (κρόκινον) ἀποσφρανθέν Dsc.1.54.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσφραίνω: натирать духами, душить (αὑτόν τινι Anth.).