οἰστροδόνητος

From LSJ
Revision as of 21:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰστροδόνητος Medium diacritics: οἰστροδόνητος Low diacritics: οιστροδόνητος Capitals: ΟΙΣΤΡΟΔΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: oistrodónētos Transliteration B: oistrodonētos Transliteration C: oistrodonitos Beta Code: oi)strodo/nhtos

English (LSJ)

ον, = οἰστροδίνητος (driven round and round by the gadfly), A. Supp. 573 (lyr.), Ar. Th. 324 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. οἰστροδίνητος.
Étymologie: οἶστρος, δονέω.

Greek (Liddell-Scott)

οἰστροδόνητος: ἴδε οἰστροδίνητος.

Greek Monolingual

οἰστροδόνητος και οἰστρόδονος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) οιστροδίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -δόνητος / -δονος (< δονῶ), πρβλ. αερο-δόνητος, πολύ-δονος].

Russian (Dvoretsky)

οἰστροδόνητος: гонимый слепнем (Ἰώ Aesch.).